παγγενής

παγγενής
παγγενής, -ές (Α)
1. ο κάθε είδους, παντοειδής
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παγγενῆ
με ολόκληρο το γένος ή με όλα τα γένη.
επίρρ...
παγγενῶς (Μ)
με κάθε γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ- (πρβλ. συγ-γενής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • всеродный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. παγγενής), дающий начало всему роду.  …   Словарь церковнославянского языка

  • παγγενεί — και παγγενῆ (Α) επίρρ. με όλο το γένος ή με όλα τα γένη («ἐκριζωθήσεται παγγενεῑ», Επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παγγενής + επιρρμ. κατάλ. εῖ (πρβλ. μηδαμ εί)] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”