- παγγενής
- παγγενής, -ές (Α)1. ο κάθε είδους, παντοειδής2. (η αιτ. ως επίρρ.) παγγενῆμε ολόκληρο το γένος ή με όλα τα γένη.επίρρ...παγγενῶς (Μ)με κάθε γένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), με αφομοιωτική τροπή τού -ν- σε -γ- (πρβλ. συγ-γενής)].
Dictionary of Greek. 2013.